- καρβουναποθήκη
- ηαποθήκη με κάρβουνα, ανθρακαποθήκη, καρβουναρειό.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ανθρακαποθήκη — η αποθήκη για τη φύλαξη ανθράκων, καρβουναποθήκη … Dictionary of Greek
θήκη — η (ΑΜ θήκη) 1. σκεύος, κιβώτιο ή κουτί μέσα στο οποίο τοποθετείται κάτι για φύλαξη 2. επίμηκες περίβλημα από δέρμα, μέταλλο, ξύλο ή χαρτόνι στο οποίο μπαίνει η κοπίδα ξίφους ή μαχαιριού, θηκάρι («βάλε τὴν μάχαιραν εἰς τὴν θήκην») 3. σκληρό… … Dictionary of Greek
καρβουναρειό — το [καρβουνάρης] 1. ανθρακαποθήκη, καρβουναποθήκη 2. τόπος όπου παράγονται κάρβουνα … Dictionary of Greek
καρβουνιέρα — και καρβουνιάρα, η 1. ανθρακαποθήκη, καρβουναποθήκη 2. (για πλοία) η γαιανθρακαποθήκη 3. (για ιστιοφόρα) τριγωνικό ιστίο που αναρτάται από τον πρότονο τής στήλης τού επιδρόμου, η προτονίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάρβουνο + κατάλ. ιέρα (πρβλ. αλατ ιέρα,… … Dictionary of Greek
ανθρακαποθήκη — η καρβουναποθήκη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καρβουναριό — το καρβουναποθήκη: Το υπόγειο το χει κάνει καρβουναριό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)